- ολκή
- η (Α ὁλκή)1. η έλξη, το σύρσιμο ή το τράβηγμα («ἡ τῆς γνάψεως ὁλκή» — το να σύρει κάποιος το ξαντικό εργαλείο κατά την κατεργασία υφασμάτων, Πλάτ.)2. η προς τα κάτω ροπή τής πλάστιγγαςνεοελλ.1. το βάρος σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων2. η διάμετρος τού σωλήνα πυροβόλου όπλου, το διαμέτρημα3. (μεταλργ.) μηχανική κατεργασία τών μετάλλων με την οποία αυτά μετατρέπονται σε σύρματα4. φρ. «μεγάλης ολκής» ή, απλώς, «ολκής» — μεγάλης δύναμης ή σπουδαιότηταςαρχ.1. αναρρόφηση αίματος με βεντούζα2. μύηση, εισαγωγή («παιδεία ἔσθ' ἡ παίδων ὁλκὴ καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν ὑπὸ τοῡ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον», Πλάτ.)3. η ελκτική δύναμη4. η δραχμή ως βάρος5. τάση, ροπή, κλίση6. φρ. α) «ὁλκὴ πνεύματος» — εισπνοή αέραβ) «τοῑς δεινοῑς περὶ λόγων ὁλκήν» — στους έμπειρους στο να δίνουν στις λέξεις εσφαλμένη σημασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ὁλκ- τού θ. ἑλκ- τού ἕλκω*].
Dictionary of Greek. 2013.